- υπέρλαμπρος
- -η, -ο / ὑπέρλαμπρος, -ον, ΝΜΑπάρα πολύ λαμπρός, λαμπρότατος («ὑπερλάμπροις ἀκτῑσιν», Αριστοφ.)αρχ.1. πολύ μεγαλοπρεπής, μεγαλοπρεπέστατος2. (κυρίως ως τιμητικός τίτλος) πολύ διακεκριμένος («ὑπέρλαμπρος καὶ ἐξοχώτατος», επιγρ.)3. (για ήχο) πολύ καθαρός, ευκρινής4. (το ουδ. ως επίρρ.) ὑπέρλαμπρονμε μεγάλη ηχητική καθαρότητα.
Dictionary of Greek. 2013.