υπέρλαμπρος

υπέρλαμπρος
-η, -ο / ὑπέρλαμπρος, -ον, ΝΜΑ
πάρα πολύ λαμπρός, λαμπρότατος («ὑπερλάμπροις ἀκτῑσιν», Αριστοφ.)
αρχ.
1. πολύ μεγαλοπρεπής, μεγαλοπρεπέστατος
2. (κυρίως ως τιμητικός τίτλος) πολύ διακεκριμένος («ὑπέρλαμπρος καὶ ἐξοχώτατος», επιγρ.)
3. (για ήχο) πολύ καθαρός, ευκρινής
4. (το ουδ. ως επίρρ.) ὑπέρλαμπρον
με μεγάλη ηχητική καθαρότητα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ὑπέρλαμπρος — exceedingly bright masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπέρλαμπρος — η, ο ο υπερβολικά λαμπρός, ο περίλαμπρος, ο λαμπρότατος: Υπέρλαμπρη νίκη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑπέρλαμπρον — ὑπέρλαμπρος exceedingly bright masc/fem acc sg ὑπέρλαμπρος exceedingly bright neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερλάμπροις — ὑπέρλαμπρος exceedingly bright masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερλάμπρου — ὑπέρλαμπρος exceedingly bright masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερλάμπρους — ὑπέρλαμπρος exceedingly bright masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερλάμπρων — ὑπέρλαμπρος exceedingly bright masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερλάμπρῳ — ὑπέρλαμπρος exceedingly bright masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπέρλαμπρα — ὑπέρλαμπρος exceedingly bright neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπέρλαμπροι — ὑπέρλαμπρος exceedingly bright masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”